-
1 село
[σιλό] ουσ. ο. κωμόπολη -
2 село
[σιλό] ουσ ο κωμόπολη -
3 элеватор
-
4 силос
-
5 силосовать
-сую, -суешьρ.δ. и.σ. κάνω σι,λό, μετατρέπω σε σιλό.γίνομαι, σιλό, μετατρέπομαι, σε σι,λό. -
6 зернохранилище
η σιταποθήκηсилосное - τύπου σιλό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зернохранилище
-
7 силос
I. 1. (наземное сооружение) το σιλό 2. (подземное сооружение) η υπόγεια αποθήκη/όρυγμα χλωρής (χορτο)νομής. II.(корм для скота) η χλωρή νομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > силос
-
8 шахта
1. горн. το ορυχείο, το μεταλλείο 2. (судна) το φρεάτιο 3. косм. το σιλό (ξεν.) 4. тех. το φρεάτι/οдверь - ы πόρτα/θύρα - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шахта
-
9 элеватор
1. с.-х. о σιρός, η σιταποθήκη, το σιλό (ξεν.) 2. тех. ο αναβατήρας, ο ανελκυστήρας, ο ανυψωτήρας 3. (хирургический инструмент) ο ανυψωτήρας (стоматологический инструмент) το εργαλείο ανύψωσης των ιστών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элеватор
-
10 силос
силосм с.-х. τό σιλό, ὁ σιρός. -
11 силосный
силос||ныйприл τοῦ σιροῦ, τοῦ σιλό:\силосныйная яма ὁ σιρός. -
12 силосовать
силос||ова́тьсов и несов ἀποθηκεύω σάν σιλό. -
13 элеватор
элеваторм1. с.-х. τό σιλό, ὁ σιρός·2. тех. ὁ ἀνηψωτήρας [-ήρ], ὁ ἀνελκυστήρας [-ήρ]. -
14 силос
[σίλας] ουσ. α σιλό -
15 силос
[σίλας] ουσ α σιλό -
16 силосный
επ.του σιλό ή του σιρού. -
17 силосование
-я ουδ.μετατροπή σε σιλό.
См. также в других словарях:
σιλό — Βιομηχανική κατασκευή κυρίως από σκυρόδεμα, προορισμένη για εναποθήκευση δημητριακών, χημικών προϊόντων, μεταλλευμάτων κ.ά. προϊόντων, απόλυτα προφυλαγμένων από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν και σ. τα οποία είναι κατασκευασμένα κατά τρόπο ικανό … Dictionary of Greek
σιλό — το (λ. γαλλ.), άκλ., αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για το γρήγορο φόρτωμα και ξεφόρτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria … Deutsch Wikipedia
Rhodopes — Pour les articles homonymes, voir Rhodope. Rhodopes Carte de localisation des Rhodopes. Géographie … Wikipédia en Français
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… … Dictionary of Greek